- ομόβιος
- ὁμόβιος, -ον (Α)1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο2. αυτός που μετέχει στην ίδια ζωή3. ομότοξος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -βιος (< βίος), πρβλ. ισό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοβίου — ὁμόβιος living together. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοβίων — ὁμόβιος living together. masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόβιοι — ὁμόβιος living together. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek